βούλλωμα

βούλλωμα
το (Μ βούλλωμα)
η σφράγιση, το σφράγισμα, η επίθεση σφραγίδας
νεοελλ.
1. το σκέπασμα, το πώμα
2. η τοποθέτηση του σκεπάσματος, το κλείσιμο
3. η κάλυψη οπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. βούλλωμα < μσν. βούλλωμα < μσν. βουλλώνω βλ. λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεβούλλωτος — η, ο (δοχείο) αυτός που δεν έχει βούλλωμα ή έμεινε χωρίς βούλλωμα …   Dictionary of Greek

  • έμβυσμα — το βύσμα, βούλλωμα …   Dictionary of Greek

  • έμφραξη — η (AM ἔμφραξις) 1. φράξιμο, στούπωμα, βούλλωμα 2. ιατρ. η απόφραξη αρτηρίας από εμβολή ή από άλλη αιτία 3. (οδοντιατρ.) η εισαγωγή σε κοιλότητα δοντιού παρασκευασμένης ουσίας κατάλληλης για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής μορφής τού δοντιού, κν …   Dictionary of Greek

  • επίπωμα — το (Α ἐπίπωμα) πώμα, σκέπασμα, καπάκι, βούλλωμα νεοελλ. ανατ. α) «επίπωμα αμαρικό» υμένας που παχύνθηκε και αποφράζει την αμάρα β) «επίπωμα λιπώδες» φράγμα από λιπώδη ιστό που σχηματίζεται στον βουβωνικό πόρο παχύσαρκων γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • επιβύστρα — η (Α ἐπιβύστρα) βύσμα, βούλωμα νεοελλ. η οπή για την εμπύρευση τών παλαιών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύστρα (παράλληλος τ. τής λ. βύσμα «πώμα, βούλλωμα»] …   Dictionary of Greek

  • επιπωμάτιση — η (Α ἐπιπωμάτισις και ἐπιπωματισμός, ὁ) [επιπωματίζω] κάλυψη, έμφραξη, βούλλωμα νεοελλ. (χειρουργ.) απόφραξη κοιλότητας ή πληγής που αιμορροεί ή πυορροεί με αποστειρωμένη γάζα ή βαμβάκι για σταμάτημα τής αιμορραγίας και προφύλαξη από μόλυνση …   Dictionary of Greek

  • επιπωμασμός — ἐπιπωμασμός, ὁ (Μ) [επιπωμάζω] βούλλωμα, σκέπασμα με πώμα …   Dictionary of Greek

  • ξεβουλλώνω — 1. βγάζω το βούλλωμα, αφαιρώ το πώμα, εκπωματίζω 2. (σχετικά με σωλήνα) αφαιρώ το εμπόδιο τής ροής, εκφράσσω («ξεβουλλώνω τον νιπτήρα») 3. αποσφραγίζω επιστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βουλλώνω] …   Dictionary of Greek

  • ξεταπώνω — αφαιρώ την τάπα, το βούλλωμα, εκπωματίζω …   Dictionary of Greek

  • σφράγισμα — το, ΝΑ [σφραγίζω] 1. το αποτέλεσμα τού σφραγίζω, το σήμα που αποτυπώνεται με την επίθεση σφραγίδας 2. (κατ επέκτ.) ερμητικό κλείσιμο νεοελλ. 1. η ενέργεια τού σφραγίζω, σφράγιση 2. ιατρ. α) απόφραξη οπής ή κοιλότητας τερηδονισμένου δοντιού με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”